Русско-новогреческий словарь - устраивать
Перевод с русского языка устраивать на греческий
несов
1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:
~ концерт ὁργανώνω συναυλία· ~ скандал δημιουργώ σκάνδαλο· ~ засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·
2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:
~ свои дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· ~ свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·
3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:
~ кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· ~ кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·
4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:
это меня не ~ет αὐτό δέν μέ βολεύει ~ться
1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:
у него постепенно все ~ется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·
2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά.